-
1 небрежность
небрежность ж η αμέλεια* η αφροντισιά· η ολιγωρία (халатность); по \небрежностьи από αμέλεια* * *жη αμέλεια; η αφροντισιά; η ολιγωρία ( халатность)по небре́жности — από αμέλεια
-
2 отношение
отношение с 1) η στάση, η συμπεριφορά* хорошее \отношение η καλή συμπεριφορά· небрежное \отношение η αμέλεια, η αδιαφορία* бережное η μέριμνα 2) (взаимная связь) η σχέση 3)мн.: \отношениея οι σχέσεις· дипломатические \отношениея οι διπλωματικές σχέσεις ◇ в \отношениеи кого-л. σχετικά με κάποιον во всех \отношениеях απ' όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις* * *с1) η στάση, η συμπεριφοράхоро́шее отноше́ние — η καλή συμπεριφορά
небре́жное отноше́ние — η αμέλεια, η αδιαφορία
бе́режное отноше́ние — η μέριμνα
2) ( взаимная связь) η σχέση3) мн.отноше́ния — мн. οι σχέσεις
дипломати́ческие отноше́ния — οι διπλωματικές σχέσεις
••в отноше́нии кого́-л. — σχετικά με κάποιον
во всех отноше́ниях — απ'όλες τις πλευρές, από πολλές απόψεις
-
3 упущение
-
4 относить
относитьнесов1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):\относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του. -
5 халатность
η αμέλεια, η αδιαφορία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > халатность
-
6 неаккуратность
неаккуратностьж1. (неточность) ἡ ἀταξία, ἡ ἀκαταστασία·2. (небрежность) ἡ ἀμέλεια, ἡ τσαπατσουλιά / ἡ ἀτημελησία (в одежде). -
7 небрежность
небрежн||остьж1. (неаккуратность) ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀναμελιά, ἡ τσαπατσουλιά, ἡ ἀφροντισιά / ἡ ἀτημελησιά (в одежде)·2. (безразличие, пренебрежение) ἡ ἀδιαφορία -
8 нерадивость
неради́в||остьж ἡ ἀμέλεια, ἡ ὁλιγωρία, ἡ ἀπροθυμία, ἡ ἀδιαφορία. -
9 оплошность
оплошностьж ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀφρο-ντισία, ἡ ἀμέλεια (упущение)/ τό λάθος (ошибка):делать \оплошность κάνω λάθος. -
10 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
11 упущение
упущениес ἡ παράλειψη [-ις], ἡ ἀμέλεια. -
12 халатность
халат||ностьж ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀμεριμνησία, τό ἀμεριμνομέριμ-νο[ν]. -
13 халатный
халат||ныйприл ἀμελής, ἀδιάφορος, ἀμεριμνομέριμνος:\халатныйное отношение ἡ ἀδιαφορία (или ἡ ἀμέλεια) γιά κάτι. -
14 неаккуратность
[νιακκουράτναστ"] ουσ. θ. ακαταστασία, αμέλεια -
15 небрежность
[νιμπριέζναστ'] ουσ. θ. αμέλεια -
16 нерадивость
[νιραντίβαστ'] ουσ. θ. αμέλεια τσιβαστ'/][/*] ουσ. θ. δυσανάγνωστο -
17 халатность
[χαλάτναστ'] ουσ. θ. αμέλεια -
18 неаккуратность
[νιακκουράτναστ"] ουσ θ ακαταστασία, αμέλεια -
19 небрежность
[νιμπριέζναστ'] ουσ θ αμέλεια -
20 нерадивость
[νιραντίβαστ'] ουσ θ αμέλειατσιβαστ'][/*] ουσ θ δυσανάγνωστο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμελείᾳ — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμέλεια — never mind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλεια — η 1. έλλειψη φροντίδας, αδιαφορία, ολιγωρία: Η αμέλεια του ανθρώπου αυτού δεν έχει όρια. 2. (νομ.), ο νόμος μιλά για αδικήματα «από αμέλεια», για να χαραχτηρίσει εκείνα που δε γίνονται από πρόθεση: Ο τραυματισμός έγινε από αμέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
ἀμελείας — ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem acc pl ἀμελείᾱς , ἀμέλεια never mind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαι — ἀμελείᾱͅ , ἀμέλεια never mind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελειῶν — ἀμέλεια never mind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείαις — ἀμέλεια never mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελείῃ — ἀμέλεια never mind fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελίης — ἀμέλεια never mind fem gen sg (epic ionic) ἀμελία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)